Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ο θυμόσοφος λαϊκός ποιητής Δημήτριος Ζουμπάς

Τον θυμάμαι στο αριστερό ψαλτήρι, δίπλα στο Νάσο τον Γαλέα να στέκεται όρθιος με το βλέμμα στραμμένο στο σκαλιστό τέμπλο, λες κι έψαχνε να βρει πίσω απ’ τις εικόνες, κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό, που ο αγιογράφος προόριζε ειδικά γι’ αυτόν. Η τραγιάσκα του, δείγμα λαϊκής ταπεινότητας, τον συντρόφευε ακόμη και τις Κυριακές στην εκκλησία, ακουμπισμένη στην πίσω γωνιά στο στασίδι. Κι όταν έφτανε η ώρα για το «Πιστεύω», πάντα έτοιμος, το απήγγειλε τόσο πειστικά και με τόσο πάθος, σα να ήταν η τελευταία του φορά. Σα να κρινόταν απ’ την ποιότητα της απαγγελίας η μετά θάνατον ζωή του και σα να ήταν η Δευτέρα παρουσία αμέσως μετά το «Προσδοκ νάστασιν νεκρν, κα ζων το μέλλοντος αἰῶνος».

«Ο ποιητής ξέρει να γράφει, μα καλύτερα ν’ απαγγέλλει» έρχεται στο νου μου απ’ το πολύ παρελθόν της λυρικής ποίησης. Κι ο μπάρμπα Δημητράκης ο Ζουμπάς ήξερε και να γράφει και να απαγγέλει καλά.

Οι μέρες του στιχάκια, ποιήματα, εικόνες καθημερινές, ζωγραφισμένες με το ναΐφ πενάκι ενός Ιερισσιώτη "Θεόφιλου" της ποίησης. Οι εικόνες που μάζευε περιδιαβαίνοντας τον αγαπημένο του τόπο, μ’ ένα μαγικό τρόπο γίνονταν ποιήματα – έμμετρα αφηγήματα, λες και τους άξιζε μόνο έμμετρη αποτύπωση στον καμβά της ντόπιας ιστορίας.

Απ’ το σπίτι του στην αγορά ή στο μπαχτσέ, ό,τι περίεργο έβλεπε το κατέγραφε, να μείνει. Το κράταγε, για να ‘χουμε μασάλια να λέμε, φαιδρά θραύσματα καθημερινότητας να ομορφαίνουν τις παρέες μας.

« Πολλοί θε να ντο ξέρετε

ντο Γιώρ ντο Κατσαντώνη

καρπούζα εμπουρεύονταν

Κομίτσα στο Στρατώνι

Τα μσα τα ρίχνει στο γυαλό

και τ’ άλλα τα παστώνει»

Μέσα σε δυο αράδες όλη η ιστορία του μεταφορέα - εμπόρου που έκοψε τα καρπούζια πριν την ώρα τους για να μην του χαλάσουν λόγω ζέστης, παραγνωρίζοντας το γεγονός, ως μη μπαξεβάνος, ότι τα καρπούζια ούτε ωριμάζουν, ούτε χαλάνε τόσο εύκολα, όσο νόμιζε. Φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει το γενεσιουργό αίτιο της λαϊκής ποίησης, «… τα μσα τα ρίχνει στο γυαλό και τ’ άλλα τα παστώνει», το καυστικό σχόλιο. Αυτό το σχόλιο που πολλές φορές εμπεριείχε και προτροπή για αλλαγή συμπεριφοράς απ’ τη μεριά του πρωταγωνιστή της έμμετρης ιστορίας:

«Όλοι οι αντροί δουλεύουν

Δουλεύουν μουναχοί

κι ου Κωσταντής ου Τσέλιους

μαζί μι τ Στιριανή

Πουλύ την περιποιέται

πουλύ την αγαπάει

την έχει ούλη μέρα

παλιούρια να γκβανάει»

Ενδεικτικό του καλλιτέχνη είναι η αμεσότητα των στίχων του, αλλά και η ετυμολογία του απέναντι σε κάθε είδους σχόλια. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω ιστορία:

Ένα μεσημέρι ο μπάρμπα Δημητράκης ανοίγει την πόρτα του Ζυθεστιατόριου «Αρζεντίνα» του Στέργιου Χασάπη. Μέσα ήταν μια παρέα από μισομεθυσμένους Ιερισσιώτες ναυτικούς. Κάποιος απ’ αυτούς για να τον φέρει σε αμηχανία, του λέει «Γεια σου Δημητράκη Ζουμπά ΠΟΙΗΤΗ!» και πριν προφτάσουν οι θαλασσινοί να γελάσουν με τον "υποτιμητικό" χαρακτηρισμό, παίρνει το λόγο ο ποιητής και του λέει:

«Γεια σου Δημητρό Σουλτάνη κι του πλήρουμα σ μαζί

Που τσ βρήκις κι τς έκανις ούλοι αφνοί καπιτανοί

Αν καν αγώνα στου ρακί, κανένας δεν τους φτάνει

Καραμανιόλα

Κορδελά

Και Δημητρό Σουλτάνη»

Στο δρόμο για το μπαχτσέ, πάντα σταματούσε στο καφε-μπακάλικο της Ευφροσύνης Π.Ρισκάκη γνωστότερης με το όνομα Φρόσω. Εκεί συναντούσε μια παρέα από μερακλήδες παππούδες, χάρμα να κάθεσαι να τους ακούς. Ωραίες στιγμές, γεμάτες ωραίες ιστορίες, από ανθρώπους που παρ’ όλες τις κακουχίες και τις στερήσεις που είχαν ζήσει, αγαπούσαν τη ζωή σα να ‘τανε μικρά παιδιά. Για αυτή την παρέα είχε γράψει πολλά ο μπάρμπα Δημητράκης Ζουμπάς. Κάποια φορά ίσως τα πούμε. Όταν ξαναθυμηθούμε, ίσως, τον άνθρωπο που έκανε το «Πάτερ ημών» να μοιάζει απόκοσμη ελεγεία.



4 σχόλια:

  1. Του πόσου είσι γιννηθείς ρε Άκανθι; Πρίν ντου σεισμό, μιτά ντου σεισμό, ή στσ' παράγκις;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νάναι καλά η Φρόσω με τα μπισκοτολούκουμα ,στο γυμνάσιο στις αρχές του 1970.
    Νεο Ροδιάτης μαθητής γυμνασίου Ιερισσού ,αντίστοιχης περιόδου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Να είσαι καλά.Τι μου θύμησες τώρα,με την αναφορά σου στη Φρόσω!!!
    Πολλές ευχές για το blog και καλή δύναμη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή