Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Οι λάσπες της Ιερισσού


Η Ιερισσός, αν και κεφαλοχώρι, δέχτηκε τον πολιτισμό της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ασφάλτου, αρκετά καθυστερημένα. Τηλέφωνο και «φως» ήρθαν γύρω στο 1970! ενώ η κάλυψη των δρόμων με άσφαλτο έγινε πολύ αργότερα

Όπως είναι εύκολα κατανοητό, τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, τα έζησα σε χωματόδρομους γεμάτους λακκούβες,. Έτσι απ΄ την εποχή που άρχισα να κυκλοφορώ μόνος μου τα βράδια, πάντα είχα στο μυαλό μου να μην πατάω όπου γυαλίζει. Οι χωματόδρομοι έχουν τη δικιά τους λογική και τα δικά τους χούγια. Το χώμα ως φυσικό πάτωμα, αντιδρά στα φυσικά φαινόμενα με το δικό του φυσικό τρόπο. Τι πιο φυσικό στην ξεραΐλα του καλοκαιριού, με το πρώτο αεράκι ή με το πέρασμα κάποιας μοτοσικλέτας να σηκώνεται σκόνη. Ή πάλι, τι πιο φυσικό με την πρώτη ψιχάλα, να «γεμίζει ο κόσμος λάσπες». Φυσικά οι δρόμοι δε γέμιζαν χαρακιές και λακκούβες μόνο απ’ τις βροχές ή τα έργα του Δήμου. Συνέβαλαν σ’ αυτό τα μέγιστα, και οι κάτοικοι της Ιερισσού. Απ’ τη μια μεριά, εμείς τα παιδιά, για να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες συνθήκες για τα περισσότερα παιχνίδια μας, όλο και κάπου έπρεπε να σκάψουμε. Γιατί, πως θα παίζαμε «κλίτσα» 1* ή «μπίλ(ι)ες» χωρίς να τρυπήσουμε ή να χαράξουμε το χώμα των δρόμων; Απ’ την άλλη είτε οι άντρες, για να στήσουν «ντ γαδούρα» 2* το Σεπτέμβρη για να κόψουν τα ξύλα, είτε οι γυναίκες για να βάλουν «του διασίδ»3* όταν άνοιγε ο καιρός, είτε για ο,τι άλλο βάλει ο νους σας, όλοι, μικροί και μεγάλοι, με τον τρόπο μας «ντ ν έφκιαναμι ντ λάγκβα» 4*

Οι λακκούβες και οι λάσπες των δρόμων ήταν η κατάρα των κοριτσιών. Για να παρουσιάσουν οι φουκαριάρες τα καινούργια τους παπούτσια στο νεανικό στέκι του χωριού, έπρεπε να παν ως εκεί με τα παλιά τους και να τα αλλάξουν λίγο πριν την είσοδο. Η μεγάλη όμως καταστροφή ήταν για τους γηραιούς αλλά και για τους μπεκρήδες. Αν τύχαινε δε, ο μπεκρής να είναι και γέρος, τότε κλάφ' τα ... !!

Για μάς τα πιτσιρίκια, όλο αυτό το σκηνικό με τις λάσπες ήταν η χαρά μας. Γιατί τις μέρες των βροχών, βγάζαμε τα καλά μας μποτάκια, με τα οποία απαγορευόταν να πατάμε στις λακκούβες και βάζαμε τα «ποδήματα» 5*.

Τα πλεονεκτήματα των ποδημάτων σε σχέση με τα πάνινα παπούτσια ή τα δερμάτινα κοντά μποτάκια, ήταν πάρα πολλά. Ήταν φτιαγμένα από λάστιχο, οπότε ήταν αδιάβροχα και ήταν ψηλά, μέχρι περίπου το «γόνα» μας, που σημαίνει πως μπορούσαμε άνετα να τσαλαβουτάμε στις λάσπες και τις βαθιές λακκούβες.

Εννοείται, πως τις ιδιότητες αυτές των ποδημάτων τις εκμεταλλευόμασταν στο έπακρο, επινοώντας ένα σωρό παιχνίδια. Το πιο διαδεδομένο και ταυτόχρονα το πιο επικίνδυνο ήταν το «σπινιάρισμα» στις λάσπες. Αυτό λόγω του υψηλού βαθμού επικινδυνότητας ήταν κυρίως Σαββατιάτικο παιχνίδι. Απλά και μόνο γιατί το Σάββατο ήταν μέρα μπάνιου. Έτσι επειδή δεν τρέφαμε μεγάλη αγάπη για το μπάνιο με το πράσινο σαπούνι στη σκάφη, το συγκεκριμένο παιχνίδι το αποφεύγαμε τις άλλες μέρες. Άλλο πολύ διαδεδομένο και καθημερινό παιχνίδι, κυρίως τις μέρες που φορούσαμε ολόσωμες «μουσαμαδιές», ήταν το «στριφτό» πάτημα στα λασπόνερα, ώστε να λερώσουμε τον φουκαρά που θα τύχαινε να βρίσκεται δίπλα μας.

Σπάνιο το χειμώνα λόγω κρύου, αλλά διαδεδομένο την άνοιξη, ήταν το «καραβάκι» και καμιά φορά οι «καραβοδρομίες» που γινόταν κυρίως σε χαντάκια και μεγάλες λακκούβες. Σ’ αυτό το παιχνίδι, αφού βγάζαμε ποδήματα και κάλτσες, και αφού βάζαμε τις κάλτσες στην τσέπη ή στην τσάντα μας, παίρναμε τα ποδήματα και τα βάζαμε στο χαντάκι με μια μικρή πέτρα μέσα, ώστε να μην αναποδογυρίσουν, και ξεκινούσαμε την πλεύση και τους «αγώνες πλοήγησης .....ποδημάτων». Φυσικά το βραβείο το παραλαμβάναμε «ιδιοχείρως» απ’ τη μάνα μας το βράδυ όταν η δόλια 6* ανακάλυπτε το παιχνίδι μας, απ’ τα υπόλοιπα λάσπης στα πόδια μας. Το παιχνίδι αυτό, ήταν το μοναδικό που γινόταν σε άλλη γειτονιά, γιατί κοντά στο σπίτι πάντα υπήρχε ο κίνδυνος του περίφημου «Γιωωργάάάκηηη έλα να φας τη φέτα σου!!!» και όπως καταλαβαίνετε μαζί με τη φέτα θα ακουγόταν προς τον πατέρα το κλασσικό «Για δγέ ντου γιο σ! Τ’ κόσμ’ τα πιδιά φουρούν τα πουδήματα τς κι αυτός ξυπόλjτους μεσ’ τσ λάσπις, σα ντου γιούφτου! Θα ντου σουρντίσ’7* κι θα θαμάζουμι τι να κάνουμι8*.

». Το τι επακολουθεί συνήθως σ’ αυτές τις καταστάσεις είναι γνωστό, όπως γνωστός είναι κι ο πονηρός κλαυσίγελος που ακολουθεί, γεγονός που σημαίνει ότι το παιχνίδι θα επαναληφθεί.

Με τη βροχή και το χιόνι το χειμώνα, με τις ζέστες το καλοκαίρι. Το μυαλό μας ήταν σε συνεχή εγρήγορση. Επινοούσε τα πιο απίθανα πράματα. Με το τίποτα έφτιαχνε παιχνίδια, κατασκευές.

Ήταν όμως «τίποτα» όλα αυτά τα δώρα της φύσης;


Γλωσσάρι


1* Παιχνίδι με 2 βέργες λυγαριάς, μία μικρή και μία μεγάλη. Η μικρή στηνότανε στο έδαφος, πάνω σε μια λακκούβα.

2* Ιδιοκατασκευή σε σχήμα «X» στην οποία σταθεροποιούσαν τα κλαριά ή τους μικρούς κορμούς που θα τεμάχιζαν ώστε να χωράνε στις σόμπες.

3* Άπλωμα του νήματος που προοριζόταν είτε για πλέξιμο, είτε για τον αργαλειό, στο δρόμο μπροστά απ’ το κάθε σπίτι. Για το σκοπό αυτό, κατά μήκος του δρόμου, έμπηγαν στο χώμα κοντές διχάλες, σε απόσταση μερικών μέτρων τη μία απ’ την άλλη και μπρος πίσω ξεκαθάριζαν και τέντωναν το νήμα.

4* «Την κάναμε τη λακκούβα». Ο ρηματικός τύπος «έφκιαναμι» είναι ενδεικτικός της ύπαρξης τονισμού στην προπαραλήγουσα, στην Ιερισσιώτικη ντοπιολαλιά.

5* «Ποδήματα» λέγαμε τις μεγάλες λαστιχένιες μπότες που αλλού τις λεν γαλότσες. Στην Ιερισσό γαλότσες λέμε τα τσόκαρα

6* δόλια = καημένη

7* Θα πάθει ευκοίλια

8* Δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε

Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ο θυμόσοφος λαϊκός ποιητής Δημήτριος Ζουμπάς

Τον θυμάμαι στο αριστερό ψαλτήρι, δίπλα στο Νάσο τον Γαλέα να στέκεται όρθιος με το βλέμμα στραμμένο στο σκαλιστό τέμπλο, λες κι έψαχνε να βρει πίσω απ’ τις εικόνες, κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό, που ο αγιογράφος προόριζε ειδικά γι’ αυτόν. Η τραγιάσκα του, δείγμα λαϊκής ταπεινότητας, τον συντρόφευε ακόμη και τις Κυριακές στην εκκλησία, ακουμπισμένη στην πίσω γωνιά στο στασίδι. Κι όταν έφτανε η ώρα για το «Πιστεύω», πάντα έτοιμος, το απήγγειλε τόσο πειστικά και με τόσο πάθος, σα να ήταν η τελευταία του φορά. Σα να κρινόταν απ’ την ποιότητα της απαγγελίας η μετά θάνατον ζωή του και σα να ήταν η Δευτέρα παρουσία αμέσως μετά το «Προσδοκ νάστασιν νεκρν, κα ζων το μέλλοντος αἰῶνος».

«Ο ποιητής ξέρει να γράφει, μα καλύτερα ν’ απαγγέλλει» έρχεται στο νου μου απ’ το πολύ παρελθόν της λυρικής ποίησης. Κι ο μπάρμπα Δημητράκης ο Ζουμπάς ήξερε και να γράφει και να απαγγέλει καλά.

Οι μέρες του στιχάκια, ποιήματα, εικόνες καθημερινές, ζωγραφισμένες με το ναΐφ πενάκι ενός Ιερισσιώτη "Θεόφιλου" της ποίησης. Οι εικόνες που μάζευε περιδιαβαίνοντας τον αγαπημένο του τόπο, μ’ ένα μαγικό τρόπο γίνονταν ποιήματα – έμμετρα αφηγήματα, λες και τους άξιζε μόνο έμμετρη αποτύπωση στον καμβά της ντόπιας ιστορίας.

Απ’ το σπίτι του στην αγορά ή στο μπαχτσέ, ό,τι περίεργο έβλεπε το κατέγραφε, να μείνει. Το κράταγε, για να ‘χουμε μασάλια να λέμε, φαιδρά θραύσματα καθημερινότητας να ομορφαίνουν τις παρέες μας.

« Πολλοί θε να ντο ξέρετε

ντο Γιώρ ντο Κατσαντώνη

καρπούζα εμπουρεύονταν

Κομίτσα στο Στρατώνι

Τα μσα τα ρίχνει στο γυαλό

και τ’ άλλα τα παστώνει»

Μέσα σε δυο αράδες όλη η ιστορία του μεταφορέα - εμπόρου που έκοψε τα καρπούζια πριν την ώρα τους για να μην του χαλάσουν λόγω ζέστης, παραγνωρίζοντας το γεγονός, ως μη μπαξεβάνος, ότι τα καρπούζια ούτε ωριμάζουν, ούτε χαλάνε τόσο εύκολα, όσο νόμιζε. Φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει το γενεσιουργό αίτιο της λαϊκής ποίησης, «… τα μσα τα ρίχνει στο γυαλό και τ’ άλλα τα παστώνει», το καυστικό σχόλιο. Αυτό το σχόλιο που πολλές φορές εμπεριείχε και προτροπή για αλλαγή συμπεριφοράς απ’ τη μεριά του πρωταγωνιστή της έμμετρης ιστορίας:

«Όλοι οι αντροί δουλεύουν

Δουλεύουν μουναχοί

κι ου Κωσταντής ου Τσέλιους

μαζί μι τ Στιριανή

Πουλύ την περιποιέται

πουλύ την αγαπάει

την έχει ούλη μέρα

παλιούρια να γκβανάει»

Ενδεικτικό του καλλιτέχνη είναι η αμεσότητα των στίχων του, αλλά και η ετυμολογία του απέναντι σε κάθε είδους σχόλια. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω ιστορία:

Ένα μεσημέρι ο μπάρμπα Δημητράκης ανοίγει την πόρτα του Ζυθεστιατόριου «Αρζεντίνα» του Στέργιου Χασάπη. Μέσα ήταν μια παρέα από μισομεθυσμένους Ιερισσιώτες ναυτικούς. Κάποιος απ’ αυτούς για να τον φέρει σε αμηχανία, του λέει «Γεια σου Δημητράκη Ζουμπά ΠΟΙΗΤΗ!» και πριν προφτάσουν οι θαλασσινοί να γελάσουν με τον "υποτιμητικό" χαρακτηρισμό, παίρνει το λόγο ο ποιητής και του λέει:

«Γεια σου Δημητρό Σουλτάνη κι του πλήρουμα σ μαζί

Που τσ βρήκις κι τς έκανις ούλοι αφνοί καπιτανοί

Αν καν αγώνα στου ρακί, κανένας δεν τους φτάνει

Καραμανιόλα

Κορδελά

Και Δημητρό Σουλτάνη»

Στο δρόμο για το μπαχτσέ, πάντα σταματούσε στο καφε-μπακάλικο της Ευφροσύνης Π.Ρισκάκη γνωστότερης με το όνομα Φρόσω. Εκεί συναντούσε μια παρέα από μερακλήδες παππούδες, χάρμα να κάθεσαι να τους ακούς. Ωραίες στιγμές, γεμάτες ωραίες ιστορίες, από ανθρώπους που παρ’ όλες τις κακουχίες και τις στερήσεις που είχαν ζήσει, αγαπούσαν τη ζωή σα να ‘τανε μικρά παιδιά. Για αυτή την παρέα είχε γράψει πολλά ο μπάρμπα Δημητράκης Ζουμπάς. Κάποια φορά ίσως τα πούμε. Όταν ξαναθυμηθούμε, ίσως, τον άνθρωπο που έκανε το «Πάτερ ημών» να μοιάζει απόκοσμη ελεγεία.



Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Τότε που η θάλασσα μύριζε ωραία 2

Το χειμώνα τα πράματα ήταν πιο απλά. Λίγο ο κακός καιρός, λίγο το σχολείο, οι ώρες που έμεναν για παιχνίδια με την παρέα ή για κυνήγι ήταν εκ των πραγμάτων λίγες. Οπότε τι να πρωτοφτιάξεις και τι να πρωτοχαλάσεις.

Το καλοκαίρι όμως όλα άλλαζαν. Σχολείο τέλος. Έξω ζέστη, μεγάλες οι μέρες, φωτεινές οι νύχτες και το κυριότερο όσα απ’ τα δέντρα δεν ήταν φορτωμένα, ταυτόχρονα με τα μποστάνια και τα αμπέλια, γέμιζαν κι αυτά, σιγά σιγά με φρούτα.

Τα βράδια του καλοκαιριού, συνήθως πηγαίναμε οικογενειακά και καθόμασταν στην παραλία. Εκεί οι μεγάλοι έτρωγαν σπόρια συζητώντας, ενώ εμάς συνήθως μας ταΐζανε πατάτες τηγανιτές, που παίρνανε στη λαδόκολλα από κάποιο μαγαζί της παραλίας, συνήθως απ’ το Μίμη και ελάχιστες φορές απ’ το Κολάτσι ή το Σταθάκο. Εμείς φυσικά, ως γνήσιοι εκβιαστές, κλείναμε τον *1 στόμα μας και δεν τον ανοίγαμε παρά μόνο όταν μας αγόραζαν πορτοκαλάδα «Μπίλια 7 Αστέρων»

Όταν όμως, για κάποιο λόγο, δε μπορούσαν οι πατεράδες να συνοδεύσουν, τότε οι μανάδες κι οι γιαγιάδες καθόταν στις ξύλινες γεφυρούλες των σπιτιών μέχρι αργά, για το περίφημο «σόμπορο»*2. Εμείς, βρίσκαμε τη χαρά μας με τα νυχτερινά παιχνίδια.

Γυρνούσαμε όλο το χωριό τρέχοντας με απίστευτη ταχύτητα, στα πλαίσια ενός χωρίς χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς, ιδιόμορφου κρυφτοκυνηγητού, που το ονομάζαμε «Χαρτζουβανί».

Ο μοναδικός λόγος για ν’ αποχωρήσει κάποιος από κάποιο παιχνίδι ήταν ή να χτυπήσει ή να το μαζέψει η μάννα του ή να τον κυνηγήσει ο απαίσιος αγροφύλακας «Γκοράνης» ή να τον κυνηγήσει η αστυνομία.

Αν το τελευταίο σας φαίνεται υπερβολικό, σας λέω πως ένα απ’ τα πρώτα μου κρατητήρια, το πέρασα εξαιτίας του «φιδιού» Τι ήταν όμως το "φίδι";

Λοιπόν, ήταν ένα πολύ κακό παιχνίδι. Προσέξτε!

Απ’ τη μια άκρη ενός πολύ λεπτού σπάγκου, δέναμε ένα μαύρο, όχι γυαλιστερό, λουρί και το βάζαμε στη μέση ενός κακοφωτισμένου δρόμου. Απ’ την άλλη ήμασταν εμείς. Όταν τύχαινε να περάσει κάποιος, τότε τραβούσαμε μπροστά του το λουρί-φίδι, με σκοπό να τον τρομάξουμε. Αμέσως μετά το «κόβαμε παπούτσι», «αραβάνι»*3 και μην τον είδατε τον Παναή. Αν τύχαινε όμως κάποιος να μη μπορέσει να διαφύγει, τότε μαύρο φίδι που τον έφαγε! Μια φορά ένας απ’ την παρέα, απ’ το ξύλο που έφαγε από κάποιον περαστικό, έγινε τόσο χάλια που όταν γύρισε στο σπίτι και τον είδε ο πατέρας του, του ‘ρθε ταμπλάς, λιποθύμησε και κοντά να τον έχαναν τον άνθρωπο.

«Ηττηθήκαμε» πολλές φορές, αλλά Μία ήττα, θα μου μείνει αξέχαστη. Τραβούσαμε το φίδι κοντά στην αστυνομία κι εκείνο το βράδυ τον σπάγκο τον είχε στα χέρια του ο χειρότερος της παρέας. Ήταν τόσο κακός, που δεν δίστασε να το τραβήξει ακόμη και μπροστά σε μια έγκυο κοπελίτσα. Με το που το βλέπει λοιπόν η καημενούλα, μπήγει τις φωνές και ξεσηκώνει τον τόπο. Μαζί μ’ όλο τον κόσμο, σηκώνεται κι ο χωροφύλακας, που εκείνη την ώρα έπινε το ούζο του στη βεράντα της αστυνομίας. Έτσι σε ελάχιστο χρόνο «οι δυνάμεις της τάξης επελήφθησαν του θέματος». Αν συνδυάσεις την ημιλιπόθυμη έγκυο, το «όργανο», την τρομάρα μας, την ανάστατη γειτονιά και τον ψηλό, χωρίς τρύπες, φράχτη του σπιτιού, που ήμασταν κρυμμένοι, τότε εύκολα θα μαντέψεις την επόμενη εικόνα. Από πάνω μας το πουλί της χούντας, και δίπλα στο όργανο σε ρόλο ανακριτή, ο προαναφερθείς αρχιφύλακας της αγροφυλακής, γκραν ρουφιάνος. Τελικά, εν γνώσει των γονέων μας, περάσαμε σχεδόν όλο το βράδυ μεταξύ κρατητηρίου και γραφείου διοίκησης (γιατί έπρεπε παράλληλα με την εθνική διαπαιδαγώγηση να σπάσει και λίγο πλάκα το κάθαρμα «ο Κρομμύδας», ο χωροφύλακας που για κακή μας τύχη είχε υπηρεσία εκείνο το βράδυ)

Καλοκαιράκι στην Ιερισσό, γιατί καλοκαιράκι ήταν και μάλιστα καλοκαιράκι των εξερευνήσεων.

Εξερεύνηση, τι μαγική λέξη! Νέοι τόποι, νέες εικόνες, νέα πρόσωπα. Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η γεωγραφία ήταν το αγαπημένο μου μάθημα. Τώρα, όταν σας λέω εξερεύνηση, μη φαντάζεστε τίποτα περίεργο και μακρινό. Απλά, ψάχναμε όσο μπορούσαμε, την περιοχή γύρω απ’ το χωριό μας. Ξέραμε πότε βγαίνει το κάθε φρούτο ή λαχανικό, όπως επίσης και ποιο μποστάνι είναι το καλύτερο στο είδος του. Καταλαβαίνετε φυσικά, ότι όταν βρίσκαμε κάτι καλό, είτε σταφύλι, είτε καρπούζι, είτε καλαμπόκι, είτε…. αγκινάρα, πέφταμε πάνω του σαν ακρίδα. Καλά, δε μιλάμε για τα «νόμιμα», δηλαδή τις σκαμούτζες, τα τζούρτζουλα ή τα βάτσινα *4, εκεί πλέον ξεφεύγαμε πάρα πολύ. Όμως τα πιο νόστιμα ήταν τα παράνομα, που τα μαζεύαμε κρυφά και τις περισσότερες φορές τα τρώγαμε στη θάλασσα. Μια θάλασσα, που νομίζαμε (και ακόμη το νομίζουμε οι περισσότεροι Ιερισσιώτες) ότι μας παρείχε μια κάπως μεταφυσική ασυλία. Μια θάλασσα βορειοανατολική, που μύριζε ωραία.


*1 Ο στόμας ή καλύτερα «η στόμας» (αρσενικό)

*2 Σόμπορο = κουτσομπολιό κατά μια έννοια (Σόμπορο λέγεται και το πολύ καλό blog απ’ το Στανό)

*3 μτφ Παίρναμε δρόμο δηλαδή

κυριολ. Αραβάνι, ο πλαγιοβαδιστής ή πλαγιοτροχαστής ίππος, ένα Ελληνικό άλογο ευαίσθητο και ευφυές, ιδανικό για ελεύθερη ιππασία, που χαίρεται να ζει στα βουνά.

*4 σκαμούτζες = σκάμνα,

τζούρτζουλα = κορόμηλα,

βάτσινα = βατόμουρα

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Τότε που η θάλασσα μύριζε ωραία 1


Όποιος δεν έχει ζήσει σε τόπο παραθαλάσσιο και ΒορειοΑνατολικό, δε μπορεί να καταλάβει πως μυρίζει η θάλασσα το καλοκαίρι. Όσο ανοίγει ο καιρός και πιάνουν οι ζέστες, τόσο αυτή η μυρουδιά γεμίζει το μυαλό μου. Είναι η ίδια μυρουδιά κείνων των χρόνων, των περασμένων. Η μυρουδιά της Ιερισσού, του κόλπου της. Μια μυρουδιά, χίλια κομμάτια. Άλλα κλεμμένα απ’ τα πεύκα της Θάσου, άλλα απ’ το χρυσοφόρο Παγγαίο κι άλλα απ’ το σβησμένο ηφαίστειο μπροστά στο ακρωτήριο Αράπης. Η Ιερισσός είναι χτισμένη Βορειοανατολικά, πίσω της έχει το δεύτερο πόδι και μπροστά της την Καβάλα και τη Θάσο. Λόγω της θέσης της, σπάνια τα βαθιά νερά της είναι κάλμα. Μπουνάτσα θα δγεις μού σντου Νουτιά. Σ’ όλους τους άλλους καιρούς, ο κόλπος, ανάλογα με την ένταση και τη κατεύθυνση, χορεύει και διαφορετικό χορό.

«Μαΐστρου – Τραμουντάνα θάλασσα δυο λουγιού,

μάνα κι θυγατέρα μι πήρατι ντου νου»

μονολογούσε ο πατέρας μου, όταν μ’ έπαιρνε στα ψάρια τα καλοκαίρια, την ώρα που σουρούπωνε και έσπαναν τα γυαλιά *1. Την βάρκα, την παίρναμε συνήθως απ’ το λιμάνι. Τι λιμάνι δηλαδή; Πέντε βράχια μες τη θάλασσα, που ο Θεός να τα ‘κανε… Όμως εκεί η μυρωδιά άλλαζε, βρόμιζε απ’ τα πετρέλαια κι απ’ τα ψάρια που πετούσαν τα καΐκια στο ξεψάρισμα.. Ακόμη κι αυτή όμως, σε σχέση με τη μπόχα των μεγάλων λιμανιών που γνώρισα όταν μεγάλωσα, αλλά και μ’ αυτή που έχει σήμερα η εκσυγχρονισμένη βλαχολίμανο…μαρίνα του διευρυμένου Δήμου Ακάνθου Σταγίρων, φαντάζει πιο ωραία κι απ’ την κολόνια του μπάρμπα Νίκου του Σκρα, του κουρέα μου.

Τι μου ‘ρθε τώρα στο μυαλό!

Τότε λοιπόν που η θάλασσα μύριζε ωραία. Μετά του «Κωνσταντίνου και Ελένης» και μετά τον κούρο *2, ερχόταν κι η δικιά μου η σειρά. Κάποιο βραδάκι λοιπόν, που ο πατέρας μου δεν έκανε νυχτέρι 3*, μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι και κατεβαίναμε στην αγορά. Πρώτα περνούσαμε απ’ το καφενείο του μακαρίτη του Νάσου του Παππαδόπουλου για κάποια συνεννόηση…επαγγελματικής φύσεως. Το φαί μου εμένα! Από κει έφευγα πάντα με μπισκοτολούκουμο, που κάποιος «θείος» είχε κερδίσει στην ξερή ή στο μπιλό. Μετά κατηφορίζοντας, παίρναμε ένα φλιτζάνι σπόρια στο χωνάκι απ’ το περίπτερο του Βλάχου κι από κει γραμμή για το πρακτορείο. Θα ταξιδεύαμε; Μπα άλλος ήταν ο λόγος.

Το πρακτορείο λοιπόν, ήταν ένα απ’ τα πιο όμορφα σημεία του χωριού. Βρισκόταν κάτω απ’ το πάρκο και δίπλα στο σινεμά. Ήταν ένα μακρόστενο διώροφο παλιό χτίσμα, που μπροστά του είχε ακακίες με τις οποίες συνδεόταν με μια τεράστια κληματαριά. Εκεί, τα καλοκαίρια, το καφενείο τς θεια Λενίτσας έβγαζε τραπέζια έξω και βολευόταν όλος ο κόσμος. Γιατί πέρα απ’ τους καθ’ έξιν καφεουζοπότες και χαρτοπαίχτες, στον παχύ ίσκιο, βολευόταν οι υποψήφιοι ταξιδιώτες, αλλά και οι εν αναμονή θαμώνες, του κουρείου του μπαρμπα Νίκου του Σκρα.. Όσο πλησιάζαμε, τόσο ο πατέρας μου μού έσφιγγε το χέρι. Μια φορά που μ’ άφησε, θα τις έτρωγα για τα καλά απ’ το συγχωρεμένο το μπάρμπα Μιλτιάδη το Σουλτάνη. Αυτός ήταν τόσο χοντρός, που καθόταν σε δυο καρέκλες. Εμένα όμως που ήμουνα σαν τσίρος, μου φαινόταν τόσο περίεργο το θέαμα που μου ήταν αδύνατο να μην τον κοροϊδέψω. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι έγινε….

Παλιό πρακτορείο λοιπόν ! Εδώ είμαστε!

Ο μίτος της Αριάδνης κάπου εδώ αφήνει μια κλωστίτσα κι αυτή οδηγεί ίσια στην καρέκλα του μπάρμπα Νίκου του Σκρα. Μ’ αυτόν, ο μπαμπάς μου μιλούσε πολύ περίεργα, ούτε όπως μιλούσαν στο Στρατώνι, ούτε όπως στα Νέα Ρόδα. Πολλά χρόνια μετά, κατάλαβα, ότι για κάποιο λόγο μιλούσαν μάγκικα Πειραιώτικα, σχεδόν κουτσαβάκικα. Προσέχοντας λοιπόν την περίεργη συζήτηση ξεχνούσα την «ψιλή» που έκανε βόλτες στο κεφάλι μου. Όταν άκουγα το «με γεια σου μάγκα» απ’ το μπάρμπα Νίκο ήταν αργά. Το μεγαλούτσικο, ξανθό και ίσιο μαλλί μου, είχε δώσει την θέση του σ’ ένα κούρεμα «Φούντα». Αυτό βέβαια, ήταν ένδειξη ότι ήμουνα καλό…παιδί. Γιατί αν δεν ήμουνα θα με κούρευαν «κουτρούπ» 4*. Πάντως είτε φούντα είτε κουτρούπ, οι γιαγιάδες όταν μας έβλεπαν είχαν έτοιμη τη φράση: «Ουχουμουχ 5* του κουρμάδ 6* που του κούρεψαν! κι το ‘καναν του κιφαλούδιτ σα του πιτσί απ’ του φτουράκι 7*» Όσο για την τσακαλοπαρέα, εκεί τα πράματα δυσκόλευαν. Όλα τα αλάνια εν χορώ τραγουδούσαν : «κουριμένη γίδα που σι κούριψαν, πήραν τα μαλλιά σου κι τα πούλησαν» και η σβερκιά πήγαινε σύννεφο. Παρ’ όλη όμως την καζούρα, στο κουρεμένο κεφάλι ακουμπούσε πιο καλά ο αέρας όταν με τα ποδήλατα πηγαίναμε βόλτα στη θάλασσα. Μια θάλασσα βορειοανατολική που μύριζε ωραία.




Γλωσσάρι

1* έπεφτε τόσο ο ήλιος που δε γυάλιζε πια η επιφάνεια της θάλασσας

2* Η εποχή που κουρεύουν τα πρόβατα

3* Νυχτερινή δουλειά στις μεγάλες «φούριες»

4* Κουτρούπ = κούρεμα γουλί Φούντα = γουλί με λίγα μαλιά πάνω απ’ το μέτωπο (φούντα)

5* επιφώνημα συμπάθειας προς μικρα παιδιά π.χ ούχουμουχ που χέσκι

6* μτφ. καημένο (παλιά, κουρμάδ = κουρεμένο μικρό ζώο)

7* το πετσί ( δέρμα) απ’το (φτουράκι) πολύ μικρό γουρουνάκι

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Αρχή δα γέρουντα! ... κι;


Γεια σας!
Ο λόγος που δημιουργήθηκε αυτό το μπλογκ είναι πολυσύνθετος. Αν αρχίσω να αραδιάζω τα κομμάτια του, δεν θα ξέρω τι να πιάσω και πού να σταματήσω. Ένα είναι όμως σίγουρο, ότι φτιάχτηκε για να εκφράσει το φαντασιακό κομμάτι της Ιερισσού, όπως αυτό υπάρχει μέσα μου και ομορφαίνει το παρελθοντικό σκηνικό της ζωής μου. Γι' αυτό οι θετικές αναφορές μου στη σύγχρονη κατάσταση του τόπου μου, προβλέπεται να είναι πολύ λίγες, μιας και με αφορούν ελάχιστα οι αριβίστες και εαυτούληδες εργολάβοι, μηχανικοί, δικηγόροι, λογιστές και οι υποτακτικοί τους που νέμονται την περιοχή της Ιερισσού και ως εκ τούτου ο βίος και κυρίως η πολιτεία τους.
Το μπλογκ αυτό αγαπάει την Ιερισσό και όλους όσοι θεωρούν ότι κάθε «αναπτυξιακό» κομμάτι από τσιμέντο και άσφαλτο που κλείνει το χώμα της, τους στερεί την αναπνοή και κλέβει τη ζωή των παιδιών τους.