Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Ένα μασάλj για να γιλάσουμι κι λίγου


Κανέν κιρό λοιπόν που η Ιρισσός ήταν μσή απ’ όσου είνι τώρα κι δεν είχι τιλιόρασ’ να κλείνj ντου γκόσμου μέσα κι να ντου σφαλάει ντου στόμα κι ντου νου, οι Ιρισσώτις όσου μπουρούσαν απ’ ντου γκιρό ήταν στα ρακιά κι οι Ιρισσώτσις στου σόμπουρου. Γάμους γίνταν, απ’ ντ Παρασκιυή που γύρζαν ντ προίκα στα γαδούρια κι στα μλάρια μέχρι ντ Διυτέρα του προυί, ούλνοι μαζί. Βαφτίσα γίνταν, άντι πάλι. Ακόμα κι τς κηδείις, κι τίποτα να μη ντουν είχις ντου νικρό, άσι που, λίγου κουμπάρους, λίγου μπατζανάκjς, ούλνοι σόι ήμασταν, κι απέ …. , ένα λουλούδ θα πιρνούσις να τ’ αφήις.

Η Νjικουλάκjς η Καραμ…ώλας ήταν καλός άνθρουπους. Σα πιρνούσι μι ντ γκουμπάνια για τη δλειά, ένας να μη ντου χιριτίσ’ δεν υπήρχη. Μαθέ του πχί όμους θελjς, μαθέ του μυαλό τ απ’ τα ‘πιρνε όλα «μπιρ παρά»; τηλείουσι του λάδι τ, έσβησι του καντλούδι τ κι ντουν έφιραν ένα μισμέρ στου σπιτ τ πα ζ γκουβέρτα. Η Μπηγήνα η γυναίκα τ καταφαρμακώθκι. Απ’ ν’ ώρα που ντουν είδι μι τα μάτια σφαλjστά δε σταμάτσι να ντου κλαίει απαραρηγώρητ.

Πέρασι όμους η μέρα κι νύχτουσι. Καντλούδια κι κηρούδια στου δουμάτιου κι μέχρι ντν ιπαύριου απ’ θα ντου μπαράχουναν σαπάν, θα πιρνούσι η νύχτα. Λίγου τα κουνιακούδια κι οι καφέδις, λίγου τα μοιρουλόγια, θα έφιγγι κι άιντε: απου δω πήγαν κι άλλj’. Η Μπηγήνα τα μαύρα τς τα χάλια. Φαίνιτι όμους, πως μαζί μι ντου καφέ ντ πότσαν κι ντου μάκου ή ποιος ξέρ τί, κι αντί να κοιμθεί ντ ξήρτι ντ φουκαριάρα. Γιάλjσι του μάτι τσ κι άρχισι η γλώσσα τσ ρουδάνj. Κι Νjικουλάκj μ το ‘να, κι Νjικουλάκj μ τ’ άλλου … Δεν υπουφέρνουνταν! Κι ιπειδή η κόσμους είνι κι κακός, ντ ν ώρα που ντου τραγδούσαν τα «δαμάσκνα» κι άρχισι πάλjι η Μπηγήνα του τρουπάριου: Αχ παλjκάρι μ! Αχ Νjικουλάκjι μ που ‘χης του πρώτου καίκj μεζ ν Ιρισσό! πιτάγιτι η Σουλτάνα τ Μπ…., κι ντ λέει: Αμ που μαρί; Η άντρα σ δεν είχι καίκj! Ντ κοιτάζ η Μπηγήνα στου σκουτάδ κι τι να ντ πει ντ ξώγανη, απ δεν ουρτόνουνταν : Αμ να μαρί! λουγάριαζει η σχουρημένους!!

Α αφνοί θα του παθν μι ντου χρυσό!