Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Τότε που η θάλασσα μύριζε ωραία 1


Όποιος δεν έχει ζήσει σε τόπο παραθαλάσσιο και ΒορειοΑνατολικό, δε μπορεί να καταλάβει πως μυρίζει η θάλασσα το καλοκαίρι. Όσο ανοίγει ο καιρός και πιάνουν οι ζέστες, τόσο αυτή η μυρουδιά γεμίζει το μυαλό μου. Είναι η ίδια μυρουδιά κείνων των χρόνων, των περασμένων. Η μυρουδιά της Ιερισσού, του κόλπου της. Μια μυρουδιά, χίλια κομμάτια. Άλλα κλεμμένα απ’ τα πεύκα της Θάσου, άλλα απ’ το χρυσοφόρο Παγγαίο κι άλλα απ’ το σβησμένο ηφαίστειο μπροστά στο ακρωτήριο Αράπης. Η Ιερισσός είναι χτισμένη Βορειοανατολικά, πίσω της έχει το δεύτερο πόδι και μπροστά της την Καβάλα και τη Θάσο. Λόγω της θέσης της, σπάνια τα βαθιά νερά της είναι κάλμα. Μπουνάτσα θα δγεις μού σντου Νουτιά. Σ’ όλους τους άλλους καιρούς, ο κόλπος, ανάλογα με την ένταση και τη κατεύθυνση, χορεύει και διαφορετικό χορό.

«Μαΐστρου – Τραμουντάνα θάλασσα δυο λουγιού,

μάνα κι θυγατέρα μι πήρατι ντου νου»

μονολογούσε ο πατέρας μου, όταν μ’ έπαιρνε στα ψάρια τα καλοκαίρια, την ώρα που σουρούπωνε και έσπαναν τα γυαλιά *1. Την βάρκα, την παίρναμε συνήθως απ’ το λιμάνι. Τι λιμάνι δηλαδή; Πέντε βράχια μες τη θάλασσα, που ο Θεός να τα ‘κανε… Όμως εκεί η μυρωδιά άλλαζε, βρόμιζε απ’ τα πετρέλαια κι απ’ τα ψάρια που πετούσαν τα καΐκια στο ξεψάρισμα.. Ακόμη κι αυτή όμως, σε σχέση με τη μπόχα των μεγάλων λιμανιών που γνώρισα όταν μεγάλωσα, αλλά και μ’ αυτή που έχει σήμερα η εκσυγχρονισμένη βλαχολίμανο…μαρίνα του διευρυμένου Δήμου Ακάνθου Σταγίρων, φαντάζει πιο ωραία κι απ’ την κολόνια του μπάρμπα Νίκου του Σκρα, του κουρέα μου.

Τι μου ‘ρθε τώρα στο μυαλό!

Τότε λοιπόν που η θάλασσα μύριζε ωραία. Μετά του «Κωνσταντίνου και Ελένης» και μετά τον κούρο *2, ερχόταν κι η δικιά μου η σειρά. Κάποιο βραδάκι λοιπόν, που ο πατέρας μου δεν έκανε νυχτέρι 3*, μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι και κατεβαίναμε στην αγορά. Πρώτα περνούσαμε απ’ το καφενείο του μακαρίτη του Νάσου του Παππαδόπουλου για κάποια συνεννόηση…επαγγελματικής φύσεως. Το φαί μου εμένα! Από κει έφευγα πάντα με μπισκοτολούκουμο, που κάποιος «θείος» είχε κερδίσει στην ξερή ή στο μπιλό. Μετά κατηφορίζοντας, παίρναμε ένα φλιτζάνι σπόρια στο χωνάκι απ’ το περίπτερο του Βλάχου κι από κει γραμμή για το πρακτορείο. Θα ταξιδεύαμε; Μπα άλλος ήταν ο λόγος.

Το πρακτορείο λοιπόν, ήταν ένα απ’ τα πιο όμορφα σημεία του χωριού. Βρισκόταν κάτω απ’ το πάρκο και δίπλα στο σινεμά. Ήταν ένα μακρόστενο διώροφο παλιό χτίσμα, που μπροστά του είχε ακακίες με τις οποίες συνδεόταν με μια τεράστια κληματαριά. Εκεί, τα καλοκαίρια, το καφενείο τς θεια Λενίτσας έβγαζε τραπέζια έξω και βολευόταν όλος ο κόσμος. Γιατί πέρα απ’ τους καθ’ έξιν καφεουζοπότες και χαρτοπαίχτες, στον παχύ ίσκιο, βολευόταν οι υποψήφιοι ταξιδιώτες, αλλά και οι εν αναμονή θαμώνες, του κουρείου του μπαρμπα Νίκου του Σκρα.. Όσο πλησιάζαμε, τόσο ο πατέρας μου μού έσφιγγε το χέρι. Μια φορά που μ’ άφησε, θα τις έτρωγα για τα καλά απ’ το συγχωρεμένο το μπάρμπα Μιλτιάδη το Σουλτάνη. Αυτός ήταν τόσο χοντρός, που καθόταν σε δυο καρέκλες. Εμένα όμως που ήμουνα σαν τσίρος, μου φαινόταν τόσο περίεργο το θέαμα που μου ήταν αδύνατο να μην τον κοροϊδέψω. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι έγινε….

Παλιό πρακτορείο λοιπόν ! Εδώ είμαστε!

Ο μίτος της Αριάδνης κάπου εδώ αφήνει μια κλωστίτσα κι αυτή οδηγεί ίσια στην καρέκλα του μπάρμπα Νίκου του Σκρα. Μ’ αυτόν, ο μπαμπάς μου μιλούσε πολύ περίεργα, ούτε όπως μιλούσαν στο Στρατώνι, ούτε όπως στα Νέα Ρόδα. Πολλά χρόνια μετά, κατάλαβα, ότι για κάποιο λόγο μιλούσαν μάγκικα Πειραιώτικα, σχεδόν κουτσαβάκικα. Προσέχοντας λοιπόν την περίεργη συζήτηση ξεχνούσα την «ψιλή» που έκανε βόλτες στο κεφάλι μου. Όταν άκουγα το «με γεια σου μάγκα» απ’ το μπάρμπα Νίκο ήταν αργά. Το μεγαλούτσικο, ξανθό και ίσιο μαλλί μου, είχε δώσει την θέση του σ’ ένα κούρεμα «Φούντα». Αυτό βέβαια, ήταν ένδειξη ότι ήμουνα καλό…παιδί. Γιατί αν δεν ήμουνα θα με κούρευαν «κουτρούπ» 4*. Πάντως είτε φούντα είτε κουτρούπ, οι γιαγιάδες όταν μας έβλεπαν είχαν έτοιμη τη φράση: «Ουχουμουχ 5* του κουρμάδ 6* που του κούρεψαν! κι το ‘καναν του κιφαλούδιτ σα του πιτσί απ’ του φτουράκι 7*» Όσο για την τσακαλοπαρέα, εκεί τα πράματα δυσκόλευαν. Όλα τα αλάνια εν χορώ τραγουδούσαν : «κουριμένη γίδα που σι κούριψαν, πήραν τα μαλλιά σου κι τα πούλησαν» και η σβερκιά πήγαινε σύννεφο. Παρ’ όλη όμως την καζούρα, στο κουρεμένο κεφάλι ακουμπούσε πιο καλά ο αέρας όταν με τα ποδήλατα πηγαίναμε βόλτα στη θάλασσα. Μια θάλασσα βορειοανατολική που μύριζε ωραία.




Γλωσσάρι

1* έπεφτε τόσο ο ήλιος που δε γυάλιζε πια η επιφάνεια της θάλασσας

2* Η εποχή που κουρεύουν τα πρόβατα

3* Νυχτερινή δουλειά στις μεγάλες «φούριες»

4* Κουτρούπ = κούρεμα γουλί Φούντα = γουλί με λίγα μαλιά πάνω απ’ το μέτωπο (φούντα)

5* επιφώνημα συμπάθειας προς μικρα παιδιά π.χ ούχουμουχ που χέσκι

6* μτφ. καημένο (παλιά, κουρμάδ = κουρεμένο μικρό ζώο)

7* το πετσί ( δέρμα) απ’το (φτουράκι) πολύ μικρό γουρουνάκι

2 σχόλια:

  1. Άμα κουρεύουσαν φούντα σντού Σκρά, πρέπ' να ήσασταν πλούσιοι, γιατί εμείς, αβέρτα κουτρούπ σντου Γιάχου.
    Πέρα από την πλάκα, μπράβο. Οι αναφορές σου είναι συγκινητικές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή