Το χειμώνα τα πράματα ήταν πιο απλά. Λίγο ο κακός καιρός, λίγο το σχολείο, οι ώρες που έμεναν για παιχνίδια με την παρέα ή για κυνήγι ήταν εκ των πραγμάτων λίγες. Οπότε τι να πρωτοφτιάξεις και τι να πρωτοχαλάσεις.
Το καλοκαίρι όμως όλα άλλαζαν. Σχολείο τέλος. Έξω ζέστη, μεγάλες οι μέρες, φωτεινές οι νύχτες και το κυριότερο όσα απ’ τα δέντρα δεν ήταν φορτωμένα, ταυτόχρονα με τα μποστάνια και τα αμπέλια, γέμιζαν κι αυτά, σιγά σιγά με φρούτα.
Τα βράδια του καλοκαιριού, συνήθως πηγαίναμε οικογενειακά και καθόμασταν στην παραλία. Εκεί οι μεγάλοι έτρωγαν σπόρια συζητώντας, ενώ εμάς συνήθως μας ταΐζανε πατάτες τηγανιτές, που παίρνανε στη λαδόκολλα από κάποιο μαγαζί της παραλίας, συνήθως απ’ το Μίμη και ελάχιστες φορές απ’ το Κολάτσι ή το Σταθάκο. Εμείς φυσικά, ως γνήσιοι εκβιαστές, κλείναμε τον *1 στόμα μας και δεν τον ανοίγαμε παρά μόνο όταν μας αγόραζαν πορτοκαλάδα «Μπίλια 7 Αστέρων»
Όταν όμως, για κάποιο λόγο, δε μπορούσαν οι πατεράδες να συνοδεύσουν, τότε οι μανάδες κι οι γιαγιάδες καθόταν στις ξύλινες γεφυρούλες των σπιτιών μέχρι αργά, για το περίφημο «σόμπορο»*2. Εμείς, βρίσκαμε τη χαρά μας με τα νυχτερινά παιχνίδια.
Γυρνούσαμε όλο το χωριό τρέχοντας με απίστευτη ταχύτητα, στα πλαίσια ενός χωρίς χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς, ιδιόμορφου κρυφτοκυνηγητού, που το ονομάζαμε «Χαρτζουβανί».
Ο μοναδικός λόγος για ν’ αποχωρήσει κάποιος από κάποιο παιχνίδι ήταν ή να χτυπήσει ή να το μαζέψει η μάννα του ή να τον κυνηγήσει ο απαίσιος αγροφύλακας «Γκοράνης» ή να τον κυνηγήσει η αστυνομία.
Αν το τελευταίο σας φαίνεται υπερβολικό, σας λέω πως ένα απ’ τα πρώτα μου κρατητήρια, το πέρασα εξαιτίας του «φιδιού» Τι ήταν όμως το "φίδι";
Λοιπόν, ήταν ένα πολύ κακό παιχνίδι. Προσέξτε!
Απ’ τη μια άκρη ενός πολύ λεπτού σπάγκου, δέναμε ένα μαύρο, όχι γυαλιστερό, λουρί και το βάζαμε στη μέση ενός κακοφωτισμένου δρόμου. Απ’ την άλλη ήμασταν εμείς. Όταν τύχαινε να περάσει κάποιος, τότε τραβούσαμε μπροστά του το λουρί-φίδι, με σκοπό να τον τρομάξουμε. Αμέσως μετά το «κόβαμε παπούτσι», «αραβάνι»*3 και μην τον είδατε τον Παναή. Αν τύχαινε όμως κάποιος να μη μπορέσει να διαφύγει, τότε μαύρο φίδι που τον έφαγε! Μια φορά ένας απ’ την παρέα, απ’ το ξύλο που έφαγε από κάποιον περαστικό, έγινε τόσο χάλια που όταν γύρισε στο σπίτι και τον είδε ο πατέρας του, του ‘ρθε ταμπλάς, λιποθύμησε και κοντά να τον έχαναν τον άνθρωπο.
«Ηττηθήκαμε» πολλές φορές, αλλά Μία ήττα, θα μου μείνει αξέχαστη. Τραβούσαμε το φίδι κοντά στην αστυνομία κι εκείνο το βράδυ τον σπάγκο τον είχε στα χέρια του ο χειρότερος της παρέας. Ήταν τόσο κακός, που δεν δίστασε να το τραβήξει ακόμη και μπροστά σε μια έγκυο κοπελίτσα. Με το που το βλέπει λοιπόν η καημενούλα, μπήγει τις φωνές και ξεσηκώνει τον τόπο. Μαζί μ’ όλο τον κόσμο, σηκώνεται κι ο χωροφύλακας, που εκείνη την ώρα έπινε το ούζο του στη βεράντα της αστυνομίας. Έτσι σε ελάχιστο χρόνο «οι δυνάμεις της τάξης επελήφθησαν του θέματος». Αν συνδυάσεις την ημιλιπόθυμη έγκυο, το «όργανο», την τρομάρα μας, την ανάστατη γειτονιά και τον ψηλό, χωρίς τρύπες, φράχτη του σπιτιού, που ήμασταν κρυμμένοι, τότε εύκολα θα μαντέψεις την επόμενη εικόνα. Από πάνω μας το πουλί της χούντας, και δίπλα στο όργανο σε ρόλο ανακριτή, ο προαναφερθείς αρχιφύλακας της αγροφυλακής, γκραν ρουφιάνος. Τελικά, εν γνώσει των γονέων μας, περάσαμε σχεδόν όλο το βράδυ μεταξύ κρατητηρίου και γραφείου διοίκησης (γιατί έπρεπε παράλληλα με την εθνική διαπαιδαγώγηση να σπάσει και λίγο πλάκα το κάθαρμα «ο Κρομμύδας», ο χωροφύλακας που για κακή μας τύχη είχε υπηρεσία εκείνο το βράδυ)
Καλοκαιράκι στην Ιερισσό, γιατί καλοκαιράκι ήταν και μάλιστα καλοκαιράκι των εξερευνήσεων.
Εξερεύνηση, τι μαγική λέξη! Νέοι τόποι, νέες εικόνες, νέα πρόσωπα. Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η γεωγραφία ήταν το αγαπημένο μου μάθημα. Τώρα, όταν σας λέω εξερεύνηση, μη φαντάζεστε τίποτα περίεργο και μακρινό. Απλά, ψάχναμε όσο μπορούσαμε, την περιοχή γύρω απ’ το χωριό μας. Ξέραμε πότε βγαίνει το κάθε φρούτο ή λαχανικό, όπως επίσης και ποιο μποστάνι είναι το καλύτερο στο είδος του. Καταλαβαίνετε φυσικά, ότι όταν βρίσκαμε κάτι καλό, είτε σταφύλι, είτε καρπούζι, είτε καλαμπόκι, είτε…. αγκινάρα, πέφταμε πάνω του σαν ακρίδα. Καλά, δε μιλάμε για τα «νόμιμα», δηλαδή τις σκαμούτζες, τα τζούρτζουλα ή τα βάτσινα *4, εκεί πλέον ξεφεύγαμε πάρα πολύ. Όμως τα πιο νόστιμα ήταν τα παράνομα, που τα μαζεύαμε κρυφά και τις περισσότερες φορές τα τρώγαμε στη θάλασσα. Μια θάλασσα, που νομίζαμε (και ακόμη το νομίζουμε οι περισσότεροι Ιερισσιώτες) ότι μας παρείχε μια κάπως μεταφυσική ασυλία. Μια θάλασσα βορειοανατολική, που μύριζε ωραία.
*1 Ο στόμας ή καλύτερα «η στόμας» (αρσενικό)
*2 Σόμπορο = κουτσομπολιό κατά μια έννοια (Σόμπορο λέγεται και το πολύ καλό blog απ’ το Στανό)
*3 μτφ Παίρναμε δρόμο δηλαδή
κυριολ. Αραβάνι, ο πλαγιοβαδιστής ή πλαγιοτροχαστής ίππος, ένα Ελληνικό άλογο ευαίσθητο και ευφυές, ιδανικό για ελεύθερη ιππασία, που χαίρεται να ζει στα βουνά.
*4 σκαμούτζες = σκάμνα,
τζούρτζουλα = κορόμηλα,
βάτσινα = βατόμουρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου