Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Η "Χρυσή Τρύπα" της ντόπιας πολιτικής κι ένα μασάλι

Η συζήτηση το τελευταίο διάστημα περί την πρωτεύουσα του Δήμου Βόρειας Χαλκιδικής, έχει ανάψει για τα καλά. Οι λογομαχίες μάλιστα, ανάμεσα στους υποστηριχτές της Ιερισσού και τους υποστηριχτές της Αρναίας, έχουν φουντώσει τόσο, ώστε να μην αποφεύγονται πλέον οι ακρότητες. Τα βέλη, ένθεν κακείθεν, συναντιούνται στον καθαρό αέρα του Κάκαβου και τα περισσότερα πέφτουν στην «Χρυσή τρύπα» των Σκουριών, υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι μόνον η Έδρα του Δήμου που έχει σημασία, αλλά και οι πολιτικοί άνδρες και γυναίκες που θα στελεχώσουν τους μηχανισμούς του.

Δυστυχώς εδώ Χάσαμε!

Η έννοια της πολιτικής στη Χαλκιδική, όπως στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας άλλωστε, συντίθεται από μερικά αγοραία κτητικά, από ορισμένα ουσιαστικά όπως κονόμα, λοβιτούρα, εκμετάλλευση και άλλα παρόμοια και από κάποια ρήματα με προεξάρχον το βολεύω και τα παράγωγά του. Οι δε καθεστωτικοί πολιτικοί της, σε μία ευνομούμενη χώρα, θα ήταν οι περισσότεροι υπόδικοι. Για να γίνω σαφέστερος: παρ’ ότι «ορκισμένος» Ιερισσιώτης, αν η έδρα στην Ιερισσό υποθήκευε το μέλλον του περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή, και η μεταφορά της κάπου αλλού δημιουργούσε συνθήκες ευνοϊκότερες για μια Πράσινη βόρεια Χαλκιδική, τότε σίγουρα θα στήριζα ως έδρα του Δήμου το «κάπου αλλού».

Αναλογιζόμενος όμως την ανυπαρξία περιβαλλοντικής ευαισθησίας απ’ τη μεριά της δεξιάς Αρναίας, και κυρίως την επικίνδυνη φαιδρότητα του Αρνιώτικου Πασόκ δε χρειάζεται να δυσκολευτεί πολύ η ζυγαριά μου για το πού θα γύρει.

Παράλληλα όμως με την επικρατούσα ιδέα μέσα μου, της Ιερισσού - Έδρας του διευρυμένου Δήμου Βόρειας Χαλκιδικής, επανήλθαν τα γνωστά ερωτηματικά, με κυρίαρχο: Πού βρίσκονται οι έντιμοι και θαρραλέοι πολιτικοί, γνώστες των προβλημάτων της περιοχής; Αυτοί που με το απαραίτητο υψηλό αγωνιστικό φρόνημα, θα επιφέρουν τις αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος και κυρίως θα διατηρήσουν τις δέουσες ισορροπίες μεταξύ των διαφόρων τοπικών κοινοτήτων;

Επαναφέροντας στο μυαλό μου τα ονόματα των πρώην Δημάρχων και κοινοταρχών της περιοχής μας, κυριαρχεί στη διάθεσή μου μια θλιμμένη θυμηδία. Θέλω να γελάσω με τη σκωπτική διάθεση που μας διακατείχε, όταν αναδεικνύαμε ανύπαρκτα πολιτικά υποκείμενα, επικίνδυνους αριβίστες, σε τοπικούς άρχοντες και ταυτόχρονα να κλάψω για την παντελή έλλειψη ευθύνης, όλων εμάς των πολιτών της περιοχής, απέναντι στον τόπο μας.

Εν κατακλείδι, γνωρίζοντας το τοπικό status quo, αλλά και την ποιότητα του πολιτευόμενου ανθρώπινου δυναμικού, πεποίθησή μου είναι ότι και στον διευρυμένο Δήμο, θα κυριαρχήσει μια ακόμη υπόγεια συμμαχία των μετρίων.

Απευχόμενος τα πιθανά χειρότερα.


Ευτυχώς, μιας και περί Αρναίας και Αρνιωτών ο λόγος, ήρθε να μ’ επισκεφτεί ένα μασάλι:


Κανέν κιρό λεπόν που η μση η Ιρισσός ζούσι στου Όρους, απουφάσισι η ηγούμινους απ’ του Χιλαντάρ να καθαρίσ ένα βνο που παν π του μαναστήρ. Βγάζ φιρμάνj λjοιπόν να μαζιφτούν ι ξλάδις, να δώσν προυσφουρά, να συννουηθούν, να καθαρίσν του βνό. Πιριμένjι μια βδουμάδα, ένα μήνα, δυο μήνις, τίπουτα! Ούλνjι οι ξλάδις απ’ ντν Ιρισσό είχαν καπαρώσ τα βνά τς στου Όρους κι δούλιβαν. Είδι κι απόειδι λjοιπόν, ειδουποιάει του μιτόχι σντου Κουκjινόλακα ότι το και το, καίγουμαστι. Ρουτούν λοιπόν οι καλουγέρ στα χουριά κι τιλjικά συνουούντι μι κατ ξλάδις απ’ ντ ν Αρναία.

Κατιβαίνν λjοιπόν οι Αρνιώτις στου μιτόχι, βρίσκν τς καλουγέρ κι πώς να τς πουν οι Σέρβ ότι δεν έβρισκαν Ιρισσώτις, τς άρχjσαν τα κάλπκα: Κι να, οι Ιρισσώτις είνι κουπρόσκλα κι δεν αγαπάν τη δλειά κι είνι ούλη μέρα στου ρακί κι τέτοια. Τσ δείχν λjοιπόν ντου δρόμου, τσ λεν κι ένα «Γκόσποντιν πομύλου»* κι άιντε!

Κjινάν μι τα πουλλά οι Αρνιώτις για του μαναστήρ κι σα πιρνάν ντου κάμπου, θαμπώνοντι. Βλέπν απου κατ θάλασσα, δεν είχαν ξαναδγεί, που παν βνό κι ζ μέσ κάμπους μ’ ούλα τα καλούδια. Μπαιν κι στου χουριό να παρν νιρό να πουτίσν κι τα μλάρια. Βλέπν τς Ιρισσουτούδις, κούκλις ζουντανές κι λουλαίνουντι. Σαν ανjιβαίνν που λέτι του ραχώνjι για του Παπαρνjίkj, βλέπν σακά σ τάλασσα ένα σουρό Ιρισσώτις να κάντι σν αμμούδα κι να μπαλών ντου γρίπου. Αφνjοί όμους, δεν είχαν ξαναδγεί δίχτυα κι τς φάνκι τόσου παράξινου, που μαζί μ’ όσα τς είπι ι καλόγηρους, έβγαλαν του συμπέρασμα ότι οι Ιρισώτις χασουμιρούσαν. Πώς θα πουν λjοιπόν ότι αφνοί είνι καλjύτιρ κι πιο προυκουμένjοι; Έτς λοιπόν ντν ώρα απ’ τα μλάρια καβάτζιρναν του Κυπαρίσ, ακούγιτι ένας Αρνιώτς να φουνάζ :

Α ρε κουματάάάδις Ιρισσώώώτις!!!

Μι τα νjηματούούδια θα ζμώστι;



* "Κύριε Ελέησον" στα Σλάβικα



Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Αμ να βρε!




Αμ να βρε!
Πάει του καλουκαίρ!
Πάει η Μαρτς
Πάει η Απρίλjς!

Το λέγανε οι γιαγιάδες.
Στο μυαλό τους είχαν το μέλλοντα ως τετελεσμένο.
Στο σώμα τους την ηδονή του περιμένω.

Το «ζω» δεν έχει καμιά αξία. Έχει ήδη φύγει.
Το «περιμένω» όμως; Η ελπίδα αυτοπροσώπως.

Proxima estacion … ESPERANZA. Ultima estacion … ESPERANZA.
Η Παπαδιαμάντια οθόνη του ξέσκεπου παράθυρου έχει αξία μόνο όταν πάνω της προβάλλεται το μέλλον. Όταν, ως εικόνα, κοσμεί με την ελπίδα της το ναό της προσμονής. Αυτό στο οποίο μετατρέπονται το μυαλό και το σώμα, απ’ τη χρόνια έλλειψη.

Στη φυλακή
Στο μοναχικό σπίτι
Στο καράβι
Στην ξενιτιά

Απ’ τη γωνιά σκάει μούρη η απόγνωση. Το ανέλπιστο. Το τυχαίο.
Που να πήγαν η Κατερίνα του Ανάργυρου, ο Μητσάκος του Θόδωρου, τα ευαίσθητα παιδιά του Ψέμμα, του Ματάκου, του Λεμπίδα, κι όσα έφυγαν μικρούλια και χάθηκαν στα πούσια;
Τι να κάνει τώρα ο γιόκας μου που ‘ναι μακριά μου;
Που να βρίσκεται ο Γιάννης μου;
Πότε θα ‘ρθει ο ταχυδρόμος;
Πάει κι ο Μάρτης!

Τα μάτια κοιτούν τον ουρανό
Γυρνάν αριστερά
Ψάχνουν τις απαντήσεις στην αρχή του δρόμου
Γυρνάν δεξιά
Στο τέλος του, τα μάτια χαμηλώνουν
Ύστερα πάλι!

Αιώνια Ανίχνευση! Στα σημάδια μιας ελπιδοφόρου Ζντρίγας, για το Κάτι που θα καταλύσει τη μετατροπή της μοναξιάς σε πάρτυ, της αδιέξοδης μονόχνωτης καθημερινότητας σε πολύχρωμο ταξίδι γεμάτο εικόνες.

- Να φκιάσουμι του νjήμα ν’ αρχνjίσουμι να πλέκουμι τα χειμουνιάτκα.
Να χουρίσουμι τα παρτσάδια, τα κουρέλια για ντουν αργαλειό.
Για τς κουριλούδις απ’ θα βάνουμι καταΐ.

- Καλά λω, νουρίς δεν είνι ακόμα;

- Αμ να βρε!
Πάει του καλουκαίρ!
Πάει η Μαρτς
Πάει η Απρίλjς!