Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Καλές Γιορτές Καλή Χρονιά κι άλλο κακό να μη μας βρει



Συμπατριώτες και φίλοι από την Ιερισσό

Γεια και χαρά σας!

Με το κείμενό μου αυτό θα ήθελα αφού σας ευχηθώ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!! να θυμηθώ μαζί σας τα δικά μας κάλαντα.

Τα Χριστούγεννα στην Ιερισσό ήταν τρανή γιορτή Λίγο οι κούνιες σε κάθε γειτονιά, λίγο «του γρούνj στου κατώι μι του πουτσουφούσκj», όλο το χωριό ζούσε σ’ ένα ξένοιαστο πανηγύρι Αγρότες, υλοτόμοι και ναυτικοί, λόγω χειμώνα κυρίως, χαλάρωναν απ’ την πολλή δουλειά και γέμιζαν τα σπίτια και τα καφενεία «μι ρακιά, κρασά, τζγαρίδις, παστό, γλυκάδια κι τραγούδια»

«Δυο πουλάκια ναγαπιόνουνταν σι ξένου μαχαλά …»

Τα παιδιά είτε με καλό είτε με κακό καιρό όλη τη μέρα έξω απ’ το σπίτι, πάνω κάτω τις γειτονιές με παιχνίδια και ζημιές. Ώσπου έρχονταν η παραμονή των Χριστουγέννων. Τότε μετά το μεσημεριανό έβαζαν τα καλά τους και «Καληνησπέραν Άρχοντες ….» από σπίτι σε σπίτι μέχρι που νύχτωνε.

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων στην Ιερισσό, απ’ όσο θυμάμαι, δεν είχαν τίποτα διαφορετικό στο στίχο αλλά και στη μουσική απ’ αυτά που φέρονται ακόμα και σήμερα ως «τυπικά Ελληνικά κάλαντα».

Τα κάλαντα όμως της Πρωτοχρονιάς ήταν πολύ ιδιαίτερα.

Απ’ τη Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και μετά, τα μεγαλύτερα σε ηλικία αγόρια φρόντιζαν να βρουν μερικά κομμάτια λαμαρίνα, συνήθως από χαλασμένους ντενεκέδες. Αφού τα ίσιωναν και τα συμμάζευαν, πετώντας τα «σκουριάρκα», τα χρησιμοποιούσαν ως επένδυση στο υποτυπώδες ξύλινο σκαρί, που καλώς – κακώς είχαν κατασκευάσει. Έβαζαν λοιπόν κατάρτι με σημαία, αρμάτωναν τα ξάρτια με μικρές πολύχρωμες λωρίδες χαρτιού, και το εσωτερικά κοίλο και άδειο καράβι ήταν έτοιμο να δεχτεί τα καλούδια απ’ τις νοικοκυρές, την Πρωτοχρονιά.

Το πρωί λοιπόν της Πρωτοχρονιάς, μετά τη μαραθώνια λειτουργία του Αγίου Βασιλείου, εμφανίζονταν στις πόρτες των σπιτιών κουνώντας το καραβάκι τους ρυθμικά και τραγουδούσαν:

Αρχιμηνιάάά

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

Ψηλή μου δέέέ

Ψηλή μου δεντρολιβανιά

Κι άάάρχή κι αρχή καλός μας χρόνος

Εεεκκλησιά εκκλησιά μετάγει ο χρόνος (όλοι όμως έλεγαν και καταλάβαιναν «Εκκλησιά μετ’ άγιος χρόνος»

Ο λόγος που έγραψα το παραπάνω, δεν είναι για να αναφέρω τους στίχους, αλλά τη μουσική, η οποία γίνεται ελαφρά αντιληπτή αν δούμε τον τονισμό. Ο ιδιαίτερος τονισμός της Ιερισσιώτικης «Αρχιμηνιάς» οδηγεί, όπως είναι λογικό, σε μια ξεχωριστή μοναδική μελωδία, που πιθανά του χρόνου αν είμαι καλύτερα προετοιμασμένος να τη μεταφέρω ηχογραφημένη ή γραμμένη με σημεία μουσικής στίξης

Χαρακτηριστικό βέβαια ήταν και το τέλειωμα – απειλή προς τη δέσποινα του σπιτιού, αν δεν άνοιγε την πόρτα να προσφέρει τα δέοντα:

Δώσι μι κυρά καρύδια,

μη σι σπάσ’ τα κιραμίδια

Για τα κορίτσια τα πράγματα ήταν πιο απλά. Έβαζαν τα καλά τους και έβγαιναν στο σεργιάνι κρατώντας το «χαρτί» στο οποίο είχαν γραμμένο το πολύπλοκο: «Βασίλειος Αθαυμαστός (ο θαυμαστός)» Πρόκειται για τα ιδιαίτερα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου, που στις πρώτες τους στροφές απαντώνται μόνο στην Ιερισσό.

Τα κορίτσια ήταν πιο τυχερά, όχι μόνο γιατί τα έβαζαν μέσα στα σπίτια, οπότε και ζεσταίνονταν μιας και έλεγαν τα «ιερά» κάλαντα κάτω απ’ το εικονοστάσι, αλλά και γιατί επειδή ήταν ήδη μέσα, είχαν σίγουρο το μπαξίσι.

Τα πιο ιδιαίτερα κάλαντα όμως της Ιερισσού, ήταν αυτά που έλεγαν τα πολύ μικρά παιδιά. Αυτά, συνοδευόμενα από μεγαλύτερους, με ένα κλωνάρι ελιάς, χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας – απαγγέλλοντας:

Βάγια, Βάγια Κόλιντα

Για ΚαραΒασίλια

Χίλια αρνούδια

Χίλια κατσκούδια

Χίλια μτζούρια στάρ

Τα ιδιαίτερα αυτά Κόλιντα της Ιερισσού, μαρτυρούν την ιστορική σύνδεση της περιοχής με τους αιώνες, μεταφέροντας νόστιμα γλωσσικά καλούδια από πολύ παλιά.

Αλλά ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε ελεύθερα το παραπάνω κείμενο, ανιχνεύοντας προσεχτικά το πιθανό νόημα των λέξεων:

Βάγια: Πιθανόν να απευθύνεται στη «Βάγια του σπιτιού», την από την εποχή του Ομήρου[1] αρχιοικονόμο. Γιατί αναφορά στη «Βάγια του σπιτιού» έχουμε και στα Κρητικά κάλαντα[2]

Πιθανόν όμως να μην είναι «η Βάγια» αλλά «τα βάγια» τα κλαριά δηλαδή της δάφνης που συνόδευαν τα κλαδιά της ελιάς, όταν ψέλνονταν τα κάλαντα στην αρχαιότητα[3]

Κόλιντα: Όπως και η λέξη «Κάλαντα» αποτελούν Παραφθορά της λέξης calenda (βλ. υποσημ: 3)

για ΚαραΒασίλια: ΚαραΒασίλης ήταν ο μαύρος Βασίλης, ο μαυροντυμένος Άγιος Βασίλης της Ορθοδοξίας.

Αρνούδια, κατσκούδια: Αρνάκια, κατσικάκια

Μτζούρια: Τα «μουτζούρια» ήταν υποδιαίρεση του «μοδίου[4]»

Άρα σε ελεύθερη απόδοση τα «Βάγια Βάγια Κόλιντα» έχουν ως εξής:

Βάγια μου Βάγια μου (σου τραγουδώ τα) Κόλιντα

Για τον Μαύρο Βασίλη (τον Άγιο Βασίλη)

(Και σου εύχομαι να αποκτήσεις ή να έχεις)

Χίλια αρνάκια, χίλια κατσικάκια

Χίλια μουτζούρια σιτάρι

Μι τούτα κι μι κείνα πέρασι κι αυτός η χρόνους. Να είστι ούλνjοι καλά κι άλλου κακό να μη μας βρει!





[1] «Φώναξε την Ευρύκλεια, Τηλέμαχε, τη Βάγια
που θέλω κάτι να της πω, που το ‘χω μες στο νου μου».

Έτσι είπε, κι ο Τηλέμαχος του κάνει ευτύς το λόγο,

κι αφού την πόρτα χτύπησε της βάγιας φώναξε έτσι

«Βάγια μου, σήκω κι έλα εδώ, που σ' όλες μας τις δούλες

που στο παλάτι βρίσκονται, παλιά επιστάτρα εσύ είσαι.

Λέει να ’ρθεις ο πατέρας μου να σου μιλήσει κάτι».

[2] Είπαμε δα για την κερά ας πούμε για τη βάγια
άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι
και κάτσε και ντουσούντισε ήντα θα μας εφέρεις.

[3] Τα κάλαντα είναι από τις λίγες παραδόσεις που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα στον ίδιο βαθμό από τα παιδιά- με το αζημίωτο βέβαια.
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική "calenda", που σημαίνει αρχή του μήνα, νουμηνία και τραγουδιόνταν στην αρχή του μήνα, ενώ που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.
Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη.

[4] Ο μόδιος αναφέρεται από τους Ορφικούς (1400 π.Χ), και από τον Ομηρο.

Ακόμη ο μόδιος αναφέρεται και στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο - ε 14-19.

Το μόδιο, μόδι, μόδια, ήταν μέτρο χωρητικότητας (δημητριακών, ελιών κλπ).

Ποιο συγκεκριμένα το μόδι ήταν:

Χανιά: Μέτρο σιτηρών και ξηρών γενικά, ίσο με 8,75 λίτρα.

Λέσβος: Μονάδα μέτρησης ελαιοπαραγωγής, ίσο με 500 οκάδες ελιές.

Χίος: Μέτρο υγρών και γεννημάτων .

Ηταν επίσης μέτρο επιφανείας, του οποίου η αξία μπορεί να διαφέρει πάρα πολύ από τόπο σε τόπο. Κατά μία εκδοχή, ένας μόδιος γης ήταν η έκταση που μπορούσε να σπαρθεί με ένα μόδιο σιταριού. Κατ άλλη εκδοχή το μόδι σαν μέτρο επιφανείας, με την υποδιαίρεσή του έχει ως εξής: ένα μόδι ίσο με 8 μουτζούρια ή 3200 τ. οργιές ή 5856 τ.μ.

Συνήθως ο μόδιος γης βρίσκεται περίπου 940 τετρ. μέτρα. Οσο και το μήκος της βραχονησίδας Μόδι.