Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Τότε που η θάλασσα μύριζε ωραία Μέρος ΙΙΙ A

"…εκτός αυτού, για σήμερα

κάτι περισσεύει πάντα από το χτες

δεν είμαστε δα και πολλοί "


Κική Δημουλά


Ευλόγησον την παρουσία σου

Απ’ τη συλλογή «Εύρετρα»



Καλοκαίρι στην Ιερισσό


Καλοκαιράκι, όμορφο καλοκαιράκι και στην Ιερισσό ομορφότερο. Ιερισσιώτικο καλοκαιράκι χωρίς καύσωνες, χωρίς τον συνωστισμό των μεγαλουπόλεων, χωρίς ιδρωτίλα, νεύρα και βρισίδι. Με τα βατράχια απ’ τους λάκκους, ζωηρή πολυφωνική χορωδία, όταν την άλλη μέρα θα είχε ήλιο χωρίς σύννεφα και χαλαρή καντάδα στα όρια της άταχτης μονωδίας, όταν την επαύριο θα είχε σύννεφα άδεια ή φορτωμένα με βροχή. Με τα μποστάνια, γεμάτα όλων των ειδών τα φρούτα και λαχανικά. Με τα στρώματα στ’ αστέρια. Με τα καφενεία, ακόμη και τα μπακάλικα, να βγάζουν τραπέζια έξω για τους μερακλήδες, που όταν γέμιζε το κεφάλι τους με ρακί, γέμιζαν κι αυτοί με τη σειρά τους τη νύχτα, με τα ανάλογα τραγούδια της εποχής: Ν’ Αγάπη μου καλουκιρνjή να σ’ είχα ντου χειμώ…να …..

Καλοκαιράκι στην Ιερισσό, με μυρωδιά απλωμένης ρίγανης και λισφακιάς. Με παιχνίδια στους δρόμους, καρπούζι απ’ το κάρο με τα βόδια του Κουτσούπη ή απ’ τους Ξηροποταμνιούς μανάβηδες με τα γαϊδουράκια.

Καλοκαιράκι με την προσμονή του πανηγυριού στον Αϊ Λιά.

Καλοκαιράκι στην παραλία, το στολίδι μας, με την αμμούδα που έφευγε από πάνω σου όταν σηκωνόσουν, αφήνοντας καμιά φορά και κανα ενθύμιο από πίσσα. Με τις βάρκες και τους χειροκίνητους εργάτες, παραταγμένους στη σειρά σα φύλακες του μοναδικού τοπίου, που ανοιγόταν σαν τριαντάφυλλο μπροστά σου, απ’ τον Πλατύ, την Ελιά, τον Αράπη και τα Στειλιάρια μέχρι τις Λευτερίδες. Με την υπέροχη όψη μιας ΒορειοΑνατολικής Θάλασσας που μύριζε ωραία.

Όλη η Ιερισσός τα καλοκαίρια κατέβαινε στην παραλία. Η πιτσιρικαρία κι η νεολαία τη μέρα με τον ήλιο για μπάνιο κι οι μεγαλύτεροι το βράδυ, για «κανα ρακούδ» στα καλοκαιρινά μαγαζιά ή οικογενειακά στην παραλία για σποράκια, συζήτηση και πατάτα τηγανιτή στη λαδόκολλα απ’ το «Μίμη». Τι ήταν όμως ο «Μίμης»; Ίσως οι νεότεροι να μην το γνωρίζουν, αλλά απ’ τη δεκαετία του 50 και μετά, στην παραλία της Ιερισσού λειτουργούσαν κάποια ταβερνάκια που τώρα υπάρχουν μόνο ως μνήμες. Αλλά ας πάρουμε τα πράματα με τη σειρά.


Τα παραθαλάσσια κέντρα της Ιερισσού


Πριν τη δημιουργία του καταπληκτικού «Τουριστικού Περίπτερου», στην παραλία της Ιερισσού λειτουργούσαν κάποια ταβερνάκια, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού, των πολυπληθών επισκεπτών του Αγίου Όρους, αλλά και των ελάχιστων τουριστών. Τα ταβερνάκια αυτά, μη φαντάζεστε τίποτα το σπουδαίο, έμοιαζαν περισσότερο παραπήγματα, παρά καταστήματα «υγειονομικού ενδιαφέροντος». Ήταν φτιαγμένα κυρίως από ξύλο και λαμαρίνα. Τούβλα και κεραμίδια, μπήκαν σιγά σιγά, με τον καιρό και μετά από αρκετές χειμωνιάτικες καταστροφές. Τα τρία βασικότερα ταβερνάκια ήταν του Μίμη Κόνσουλα, του Σταθάκου και του Νικολάτσι (Κολάτσι) Μπλε.

Το πρώτο, αυτό του «Μίμη», ήταν στο κέντρο της παραλίας, εκεί που είναι σήμερα το μουράγιο και δένει η «συγκοινωνία». Ήταν απ’ την κάτω μεριά του δρόμου, με είσοδο και κιόσκι που έβλεπε στο Στρατώνι. Ήταν αυτό που λειτουργούσε τον περισσότερο καιρό, μιας και η πελατεία ήταν εξασφαλισμένη, το χάραμα με καφέδες σε όσους έπαιρναν το καράβι για τη Βόρεια πλευρά του «Όρους» μέχρι τη «Λαύρα» και το μεσημέρι με όσους ήθελαν να ξαποστάσουν απ’ το πολύωρο θαλασσινό ταξίδι τους. Ο συγχωρεμένος «Μίμης» ήταν μάλιστα αυτός, που συνήθως βοηθούσε το ναύτη να μαζέψει το μαδέρι-γέφυρα, με το οποίο ανέβαιναν απ’ την αμμουδιά στο πλοίο, οι επιβάτες και κάποιοι απ’ το πλήρωμα. Γιατί τότε δεν υπήρχε ακόμη μόλος να δένουν τα πλοία.

Το «Κολάτσι» (με το οποίο υπόσχομαι ν’ ασχοληθώ και σ’ άλλο σημείωμα) ήταν στο σημείο που είναι και σήμερα. Ήταν όπως και τα άλλα δύο, μια γαλανόλευκη παράγκα, με κιόσκι από ψάθα, με φως από μεγάλα ναυτικά «λουξ» και αργότερα με πίστα τσιμεντένια και «χουνί» που έπαιζε τραγούδια. Το επίσημο όνομά του ήταν «Τα καβούρια» αλλά συνήθως έπεφτε η μπογιά στο Β και διαβάζονταν «Τα καθούρια». Ο μπαρμπά Νίκος «ο Κολάτσις» ήταν μια εμβληματική φυσιογνωμία, που σίγουρα υπάρχει σε μνήμες πολλών από μας, όταν αναφερόμαστε στα Ιερισσιώτικα καλοκαίρια.

Ο «Σταθάκος» ήταν λίγο πιο πάνω απ’ το κολάτσι, με ανάλογο μαγαζί, που όμως διακρίνονταν για τους μοναδικούς κεφτέδες της «θεια Κωσταντινιάς», που με τη μυρουδιά τους συμπλήρωναν το σκηνικό μιας θάλασσας που μύριζε ωραία.

συνεχίζεται




2 σχόλια:

  1. Γειά σου Άκανθε
    Που μας φέρνεις την μυρουδιά της θάλασσας των παιδικών μας χρόνων.
    Ο συγχωρεμένος ο Μίμης έχει και μια πολύ ωραία ιστορία (νομίζω το '46) όταν ντύθηκαν στα καρναβάλια (με την θειά Λενίτσα) βασιλιάς και βασίλισα. Αν την ξέρεις γράψτην, έχει γούστο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχει πολλές ωραίες ιστορίες.
    Θα 'ρθει ο καιρός τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή