Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Οι λάσπες της Ιερισσού


Η Ιερισσός, αν και κεφαλοχώρι, δέχτηκε τον πολιτισμό της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ασφάλτου, αρκετά καθυστερημένα. Τηλέφωνο και «φως» ήρθαν γύρω στο 1970! ενώ η κάλυψη των δρόμων με άσφαλτο έγινε πολύ αργότερα

Όπως είναι εύκολα κατανοητό, τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, τα έζησα σε χωματόδρομους γεμάτους λακκούβες,. Έτσι απ΄ την εποχή που άρχισα να κυκλοφορώ μόνος μου τα βράδια, πάντα είχα στο μυαλό μου να μην πατάω όπου γυαλίζει. Οι χωματόδρομοι έχουν τη δικιά τους λογική και τα δικά τους χούγια. Το χώμα ως φυσικό πάτωμα, αντιδρά στα φυσικά φαινόμενα με το δικό του φυσικό τρόπο. Τι πιο φυσικό στην ξεραΐλα του καλοκαιριού, με το πρώτο αεράκι ή με το πέρασμα κάποιας μοτοσικλέτας να σηκώνεται σκόνη. Ή πάλι, τι πιο φυσικό με την πρώτη ψιχάλα, να «γεμίζει ο κόσμος λάσπες». Φυσικά οι δρόμοι δε γέμιζαν χαρακιές και λακκούβες μόνο απ’ τις βροχές ή τα έργα του Δήμου. Συνέβαλαν σ’ αυτό τα μέγιστα, και οι κάτοικοι της Ιερισσού. Απ’ τη μια μεριά, εμείς τα παιδιά, για να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες συνθήκες για τα περισσότερα παιχνίδια μας, όλο και κάπου έπρεπε να σκάψουμε. Γιατί, πως θα παίζαμε «κλίτσα» 1* ή «μπίλ(ι)ες» χωρίς να τρυπήσουμε ή να χαράξουμε το χώμα των δρόμων; Απ’ την άλλη είτε οι άντρες, για να στήσουν «ντ γαδούρα» 2* το Σεπτέμβρη για να κόψουν τα ξύλα, είτε οι γυναίκες για να βάλουν «του διασίδ»3* όταν άνοιγε ο καιρός, είτε για ο,τι άλλο βάλει ο νους σας, όλοι, μικροί και μεγάλοι, με τον τρόπο μας «ντ ν έφκιαναμι ντ λάγκβα» 4*

Οι λακκούβες και οι λάσπες των δρόμων ήταν η κατάρα των κοριτσιών. Για να παρουσιάσουν οι φουκαριάρες τα καινούργια τους παπούτσια στο νεανικό στέκι του χωριού, έπρεπε να παν ως εκεί με τα παλιά τους και να τα αλλάξουν λίγο πριν την είσοδο. Η μεγάλη όμως καταστροφή ήταν για τους γηραιούς αλλά και για τους μπεκρήδες. Αν τύχαινε δε, ο μπεκρής να είναι και γέρος, τότε κλάφ' τα ... !!

Για μάς τα πιτσιρίκια, όλο αυτό το σκηνικό με τις λάσπες ήταν η χαρά μας. Γιατί τις μέρες των βροχών, βγάζαμε τα καλά μας μποτάκια, με τα οποία απαγορευόταν να πατάμε στις λακκούβες και βάζαμε τα «ποδήματα» 5*.

Τα πλεονεκτήματα των ποδημάτων σε σχέση με τα πάνινα παπούτσια ή τα δερμάτινα κοντά μποτάκια, ήταν πάρα πολλά. Ήταν φτιαγμένα από λάστιχο, οπότε ήταν αδιάβροχα και ήταν ψηλά, μέχρι περίπου το «γόνα» μας, που σημαίνει πως μπορούσαμε άνετα να τσαλαβουτάμε στις λάσπες και τις βαθιές λακκούβες.

Εννοείται, πως τις ιδιότητες αυτές των ποδημάτων τις εκμεταλλευόμασταν στο έπακρο, επινοώντας ένα σωρό παιχνίδια. Το πιο διαδεδομένο και ταυτόχρονα το πιο επικίνδυνο ήταν το «σπινιάρισμα» στις λάσπες. Αυτό λόγω του υψηλού βαθμού επικινδυνότητας ήταν κυρίως Σαββατιάτικο παιχνίδι. Απλά και μόνο γιατί το Σάββατο ήταν μέρα μπάνιου. Έτσι επειδή δεν τρέφαμε μεγάλη αγάπη για το μπάνιο με το πράσινο σαπούνι στη σκάφη, το συγκεκριμένο παιχνίδι το αποφεύγαμε τις άλλες μέρες. Άλλο πολύ διαδεδομένο και καθημερινό παιχνίδι, κυρίως τις μέρες που φορούσαμε ολόσωμες «μουσαμαδιές», ήταν το «στριφτό» πάτημα στα λασπόνερα, ώστε να λερώσουμε τον φουκαρά που θα τύχαινε να βρίσκεται δίπλα μας.

Σπάνιο το χειμώνα λόγω κρύου, αλλά διαδεδομένο την άνοιξη, ήταν το «καραβάκι» και καμιά φορά οι «καραβοδρομίες» που γινόταν κυρίως σε χαντάκια και μεγάλες λακκούβες. Σ’ αυτό το παιχνίδι, αφού βγάζαμε ποδήματα και κάλτσες, και αφού βάζαμε τις κάλτσες στην τσέπη ή στην τσάντα μας, παίρναμε τα ποδήματα και τα βάζαμε στο χαντάκι με μια μικρή πέτρα μέσα, ώστε να μην αναποδογυρίσουν, και ξεκινούσαμε την πλεύση και τους «αγώνες πλοήγησης .....ποδημάτων». Φυσικά το βραβείο το παραλαμβάναμε «ιδιοχείρως» απ’ τη μάνα μας το βράδυ όταν η δόλια 6* ανακάλυπτε το παιχνίδι μας, απ’ τα υπόλοιπα λάσπης στα πόδια μας. Το παιχνίδι αυτό, ήταν το μοναδικό που γινόταν σε άλλη γειτονιά, γιατί κοντά στο σπίτι πάντα υπήρχε ο κίνδυνος του περίφημου «Γιωωργάάάκηηη έλα να φας τη φέτα σου!!!» και όπως καταλαβαίνετε μαζί με τη φέτα θα ακουγόταν προς τον πατέρα το κλασσικό «Για δγέ ντου γιο σ! Τ’ κόσμ’ τα πιδιά φουρούν τα πουδήματα τς κι αυτός ξυπόλjτους μεσ’ τσ λάσπις, σα ντου γιούφτου! Θα ντου σουρντίσ’7* κι θα θαμάζουμι τι να κάνουμι8*.

». Το τι επακολουθεί συνήθως σ’ αυτές τις καταστάσεις είναι γνωστό, όπως γνωστός είναι κι ο πονηρός κλαυσίγελος που ακολουθεί, γεγονός που σημαίνει ότι το παιχνίδι θα επαναληφθεί.

Με τη βροχή και το χιόνι το χειμώνα, με τις ζέστες το καλοκαίρι. Το μυαλό μας ήταν σε συνεχή εγρήγορση. Επινοούσε τα πιο απίθανα πράματα. Με το τίποτα έφτιαχνε παιχνίδια, κατασκευές.

Ήταν όμως «τίποτα» όλα αυτά τα δώρα της φύσης;


Γλωσσάρι


1* Παιχνίδι με 2 βέργες λυγαριάς, μία μικρή και μία μεγάλη. Η μικρή στηνότανε στο έδαφος, πάνω σε μια λακκούβα.

2* Ιδιοκατασκευή σε σχήμα «X» στην οποία σταθεροποιούσαν τα κλαριά ή τους μικρούς κορμούς που θα τεμάχιζαν ώστε να χωράνε στις σόμπες.

3* Άπλωμα του νήματος που προοριζόταν είτε για πλέξιμο, είτε για τον αργαλειό, στο δρόμο μπροστά απ’ το κάθε σπίτι. Για το σκοπό αυτό, κατά μήκος του δρόμου, έμπηγαν στο χώμα κοντές διχάλες, σε απόσταση μερικών μέτρων τη μία απ’ την άλλη και μπρος πίσω ξεκαθάριζαν και τέντωναν το νήμα.

4* «Την κάναμε τη λακκούβα». Ο ρηματικός τύπος «έφκιαναμι» είναι ενδεικτικός της ύπαρξης τονισμού στην προπαραλήγουσα, στην Ιερισσιώτικη ντοπιολαλιά.

5* «Ποδήματα» λέγαμε τις μεγάλες λαστιχένιες μπότες που αλλού τις λεν γαλότσες. Στην Ιερισσό γαλότσες λέμε τα τσόκαρα

6* δόλια = καημένη

7* Θα πάθει ευκοίλια

8* Δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε

1 σχόλιο: